αρκώ

αρκώ
(AM ἀρκῶ -έω)
1. επαρκώ, είμαι αρκετός, ικανοποιώ
2. αρκούμαι
μου είναι αρκετό κάτι, μου φθάνει, το βρίσκω ικανοποιητικό
3. τα αρκούντα
αρκετή ποσότητα
αρχ.
1. αποκρούω, αποσοβώ
2. προστατεύω, υπερασπίζω
3. βοηθώ
4. κατορθώνω, πραγματοποιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. αρκώ ανάγεται σε θ. αρκ- (πρβλ. άρκος, άρκιος) < ΙΕ. ρίζα *areq- «προστατεύω, ασφαλίζω». Δεν είναι όμως δυνατόν να υποστηριχθεί με βεβαιότητα αν το ρήμα προέρχεται από το ουσ. άρκος ή το αντίθετο. Παρ' όλα αυτά, αν κρίνουμε από τη σπανιότητα του τ. άρκος, φαίνεται πιθανότερη η δεύτερη άποψη, κατά την οποία το ουσ. είναι μεταρρηματικό παράγωγο. Οι τύποι αυτής της οικογένειας εμφανίζουν σημαντικές σημασιολογικές αποκλίσεις, αλλά ως κεντρικός συνδετικός κρίκος μπορεί να θεωρηθεί η έννοια της ασφάλειας ή της βεβαιότητας, η οποία παρουσίασε διαφορετική εξέλιξη στον κάθε τύπο. Το ρ. αρκώ αρχικά σήμαινε «αποκρούω» (Ιλ.), έπειτα προσέλαβε τη σημασία «προστατεύω, βοηθώ», για να καταλήξει τέλος στην έννοια «επαρκώ, φθάνω», την οποία διατηρεί μέχρι σήμερα.
ΣΥΝΘ. διαρκώ, εξαρκώ, επαρκώ
αρχ.
απαρκώ, εναρκώ, ολιγαρκώ
νεοελλ.
υπεραρκώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἁρκῶ — ἀρκῶ , ἀρκέω ward off pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀρκῶ , ἀρκέω ward off pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρκώ — αρκώ, άρκεσα βλ. πίν. 76 (και ως απρόσ. αρκεί) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αρκώ — εσα, έστηκα, συνήθως εύχρηστο (στην ενεργ. φωνή) στο γ εν. πρόσ. αρκεί είναι αρκετό, φτάνει, σώνει, δε χρειάζεται άλλο ή συνέχεια: Φοβούμαι πως το νερό που παίρνουμε δε θ αρκέσει. Το μέσ. αρκούμαι είμαι ικανοποιημένος, δεν έχω περισσότερες… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρκῶ — ἀρκέω ward off pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀρκέω ward off pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρκῳ — ἄρκος bear masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρκος — (I) ἄρκος, το (Α) 1. το όργανο ή το μέσον άμυνας 2. η υπεράσπιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε θ. αρκ (πρβλ. άρκιος, αρκώ) < ΙΕ. ρίζα *areq «προστατεύω, ασφαλίζω» και πιθ. λόγω της σπανιότητάς του αποτελεί μεταρρηματικό σχηματισμό του ρ. αρκώ*.… …   Dictionary of Greek

  • επαρκώ — (AM ἐπαρκῶ, έω) [αρκώ] είμαι αρκετός, είμαι αρκετά ικανός σε κάτι, αρκώ, φθάνω («τα τρόφιμα δεν επαρκούν») αρχ. 1. αποκρούω, αποτρέπω, αποσοβώ κάτι («οὐδέ τι οἱ τὸ γ ἐπήρκεσε λυγρὸν ὄλεθρον», Ομ. Ιλ.) 2. (με δοτ. ή αιτ. προσ.) βοηθώ, υποστηρίζω… …   Dictionary of Greek

  • σιταρκώ — έω, Μ εφοδιάζω με τρόφιμα, παρέχω αρκετή τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + ἀρκῶ «ικανοποιώ, επαρκώ» (πρβλ. ζω αρκῶ)] …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”